- οστεόπισσα
- ηχημ. παχύρρευστο υγρό με δυσάρεστη οσμή που παράγεται κατά την ξηρά απόσταξη τών οστών για την παρασκευή οστεοάνθρακα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… … Dictionary of Greek
πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… … Dictionary of Greek
πυρρόλιο — και πυρόλιο, το, Ν χημ. αζωτούχα ετεροκυκλική οργανική ένωση, η οποία εξάγεται από τη λιθανθρακόπισσα και την οστεόπισσα με κλασματική απόσταξη και χρησιμοποιείται κυρίως για την παρασκευή φαρμακευτικών προϊόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… … Dictionary of Greek